- ἕψεμα
- ἕψεμα, ατος, τό, late form of ἕψημα, LXX 4 Ki.4.38,39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έψεμα — ἕψεμα, τὸ (ΑΜ) [ἕψω] (μτγν. και μσν. τ. τού ἕψημα*) 1. έψημα, βρασμένο φαγητό 2. πολτός, χυλός μσν. στον πληθ. τὰ ἑψέματα λαχανικά κατάλληλα για μαγείρεμα … Dictionary of Greek
ἕψεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψεμάτων — ἕψεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑψέματος — ἕψεμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)